Η πόλη της Νιγρίτας προήλθε από την ένωση των οικισμών Νιγρίτας και Σούρπας που αναπτύσσονταν δεξιά και αριστερά του ποταμού Χρυσορρόη. Οι δύο παραπάνω οικισμοί κτίστηκαν από τους κατοίκους των χωριών Βερτίσκου, Παλαιοχωρούδας και Γκουβιντάρι οι οποίοι εγκατέλειψαν τα καταφύγια τους στα βουνά και κατέβηκαν στη πεδιάδα.
Την εποχή της Τουρκοκρατίας κατοικείτο από 500 οικογένειες Ελλήνων και ήταν έδρα υποδιοίκησης. Γύρω στα 1820 εγκαταστάθηκαν στη περιοχή Έλληνες από διάφορα μέρη της Ελλάδας (Θεσσαλία, Δυτ. Μακεδονία κλπ.) διωγμένοι από τους Τούρκους. Αυτοί μετέφεραν διάφορες τεχνικές γνώσεις κυρίως σχετικά με τη σηροτροφία και την υφαντική οι οποίες άκμασαν ως τις αρχές του 20ου αιώνα και στα προϊόντα τους στηρίχτηκε το εμπόριο της Νιγρίτας. Επίσης η καλλιέργεια του βαμβακιού και η διακίνηση του μέσω του ποταμού Στρυμόνα, ο οποίος ήταν πλωτός μέχρι ένα ορισμένο σημείο του, ήταν η κύρια απασχόληση των κατοίκων και πάνω σ' αυτή στηρίχθηκε η οικονομική ζωή της πόλης για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Στη περιοχή λειτουργούσαν τέσσερα πανδοχεία για τους εμπόρους που έρχονταν από όλη τη Μακεδονία. Σημαντική για την τοπική οικονομία ήταν και η καλλιέργεια του καπνού που άρχισε στις αρχές του αιώνα. Τα λεγόμενα καπνομάγαζα (link με «Πολιτισμός- Αξιοθέατα- Καπνομάγαζα») ήταν κέντρα αποθήκευσης και επεξεργασίας του καπνού και απασχολούσαν εκατοντάδες εργαζόμενους από την ευρύτερη περιοχή αλλά και από τους γύρω Νομούς. Έτσι η τοπική οικονομία, η ευημερία του τοπικού πληθυσμού και η πρόοδος των κατοίκων της Νιγρίτας συνδέεται άμεσα με την καπνοκαλλιέργεια.
Ο τουρκικός ζυγός αποτινάχθηκε από τη Νιγρίτα στις 21 Φεβρουαρίου 1913. Λόγω της θέσης της και των κλιματολογικών της συνθηκών (ξηρό κλίμα) η Νιγρίτα αύξησε κατά πολύ τον πληθυσμό της.
Σχετικά με την προέλευση του ονόματός της, υπάρχουν πολλές εκδοχές, άλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο ετυμολογικά τεκμηριωμένες.
Κατά μία από αυτές τις εκδοχές, η λέξη Νιγρίτα προέρχεται από τη φράση «Νέοι Αγροί», και σηματοδοτεί την έγερση της πόλης στη συγκεκριμένη προσβάσιμη σε εύφορα και πεδινά εδάφη θέση, από πληθυσμούς της ορεινής Παλαιοχωρούδας. Έτσι, οι πρώην κάτοικοι της Παλαιοχωρούδας, επέλεξαν την ονομασία «Νέοι Αγροί» για να διαχωρίσουν την περιοχή από τους παλαιούς αγρούς της ορεινής τους καταγωγής. Θεωρητικά, με το πέρασμα του χρόνου η φράση φθάρθηκε, καταλήγοντας να συνενωθεί στο «Νιγρίτα».
Κατά μια άλλη εκδοχή, η ονομασία της πόλης προήλθε από τους κατοίκους της Βέργης, οι οποίοι ονομάστηκαν Νεοβεργίται κατά την εγκατάστασή τους στην περιοχή, και σταδιακά φθάρθηκε το όνομά τους σε Νιγριτινοί.
Τρίτη εκδοχή παρουσιάζει το όνομα της Νιγρίτας να προέρχεται από την τουρκική φράση «Νέγρι-ταγ» (=κάμπυλο βουνό) ή από τη φράση «Ιγρίτ-ας» (=βουνό με λοξή-κυρτή πέτρα).
Τέλος, η ευρύτερα αποδεκτή εκδοχή αναφέρει ότι το όνομα της πόλης ήταν αρχικά Υγρίτα, λέξη η οποία κάνει μνεία στην υγρασία που υπήρχε στην πόλη εξαιτίας των πλημμυρών του Στρυμόνα, και στη συνέχεια μετατράπηκε σε Ιγρίτα. Με αυτό το όνομα είναι καταγεγραμμένη στα χρυσόβουλα των βυζαντινών αυτοκρατόρων, αλλά και στον Κώδικα Ιεράς Μητροπόλεως Σερρών.
Η Νιγρίτα αναγνωρίσθηκε σαν Κοινότητα στις 18/12/1919 και σαν Δήμος στις 15/03/1943.
Βρίσκεται σε απόσταση 22 χιλιομέτρων από την πόλη των Σερρών, και 84 χιλιομέτρων από τη Θεσσαλονίκη.